ξεμαλλιάζω — ξεμαλλιάζω, ξεμάλλιασα βλ. πίν. 35 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
ξεμαλλιάζω — ξεμάλλιασα, ξεμαλλιάστηκα, ξεμαλλιασμένος 1. βγάζω τα μαλλιά κάποιου, τα ξεριζώνω: Θα σε ξεμαλλιάσω, αν σε πιάσω. 2. η μτχ., ξεμαλλιασμένος αυτός που έχει βγαλμένα ή ακατάστατα μαλλιά, αλλ. αναμαλλιασμένος: Βγήκε ξεμαλλιασμένη στο δρόμο και… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ξ(ε)- — (Μ ξ[ε] ) αχώριστο μόριο ρημάτων (προρρηματικό) που επεκτάθηκε και σε ουσιαστικά. Προήλθε από την πρόθεση ἐκ / ἐξ. Η μορφή ξ ερμηνεύεται από ρ. συνθ. με την πρόθεση έξ, με σίγηση τού αρκτικού ε (πρβλ. ξανοίγω < ἐξ ανοίγω, ξαρματώνω < ἐξ… … Dictionary of Greek
ξεμάλλιασμα — το [ξεμαλλιάζω] βγάλσιμο ή ανακάτεμα τών μαλλιών … Dictionary of Greek
ξεμαλλιάρης — α, ικο αυτός που έχει ακατάστατα μαλλιά, ξεμαλλιασμένος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ξεμαλλιάζω + κατάλ. άρης (πρβλ. ξεδοντι άρης)] … Dictionary of Greek
ξεπουπουλιάζω — 1. αφαιρώ τα φτερά πτηνού, μαδώ 2. (για πρόσ. που καβγαδίζουν) ξεμαλλιάζω 3. (για πτηνό) αρχίζω να αποκτώ φτερά 4. αποσπώ υλικά οφέλη. [ΕΤΥΜΟΛ. < ξ(ε) * + πούπουλο] … Dictionary of Greek
ξεμάλλιασμα — το, ατος η πράξη και το αποτέλεσμα του ξεμαλλιάζω, βγάλσιμο ή ανακάτωμα των μαλλιών του κεφαλιού … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
σουρομαλλιάζω — 1. ξεμαλλιάζω κάποιον, του τραβώ τα μαλλιά. 2. το μέσ., σουρομαλλιάζομαι συμπλέκομαι με κάποιον … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)